- περιστένω
- περι-στένω (στενός): make narrow or close all round, only pass., ‘be stuffed full,’ Il. 16.163†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περιστένω — και επικ. τ. περιστείνω και περιστένομαι και περιστείνομαι Α 1. στενάζω για κάτι γύρω γύρω ή αντηχώ, αντιλαλώ ολόγυρα («περιστένει οὔρεος ἠχώ», Ύμν. Πάν.) 2. στενοχωρώ («περιστένεται δὲ τε γαστήρ» στενοχωρείται, βαραίνει το στομάχι [από την… … Dictionary of Greek
περιστένει — περιστένω make narrow pres ind mp 2nd sg περιστένω make narrow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστένειν — περιστένω make narrow pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστένεται — περιστένω make narrow pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστείνω — Α βλ. περιστένω … Dictionary of Greek